Kalokeri-Dionisis Savopulos (1989)
Greek Translation:
Στίχοι: Διονύσης Σαββόπουλος
Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος
Καλοκαίρι
η γαλάζια προκυμαία θα σε φέρει
καλοκαίρι
καρεκλάκια, πετονιές μέσ’ το πανέρι
μες τη βόλτα αυτού του κόσμου που μας ξέρει
καλοκαίρι
πλάι στα μέγαρα, στις τέντες με τ’ αγέρι
καλοκαίρι
με χρυσούς ανεμιστήρες μεταφέρει
την βανίλια με το δίσκο του στο χέρι
την κοψιά μιας προτομής μέσ’ το παρτέρι
καλοκαίρι
μ’ ανοιχτό πουκαμισάκι στα ίδια μέρη.
Καλοκαίρι
με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι
καλοκαίρι
καθρεφτάκια και μια θάλασσα που τρέμει
στο ταβάνι και τους γύψους μεσημέρι
καλοκαίρι
με τον κούκο μέσ’ τα πεύκα και στ’ αμπέλι
καλοκαίρι
στόμα υγρό, μικροί λαγώνες, καλοκαίρι
με τη φέτα το καρπούζι στο να χέρι
με φιλιά μισολιωμένα, καλοκαίρι
καλοκαίρι
λίγες φλούδες στης κουζίνας το μαχαίρι.
Καλοκαίρι
του σκυμμένου θεριστή του τυφλοχέρη
καλοκαίρι
με βαριά μοτοσικλέτα μες τα σκέλη
τους φακούς του ανάβει μέρα μεσημέρι
καλοκαίρι
όλο πίσσα και κατράμι καλοκαίρι
καλοκαίρι
με τον ρόγχο του air condition μεσημέρι
φαλακροί μέσ’ τις σακούλες μας σαν γέροι
εκεινού με τ’ άσπρο κράνος που μας ξέρει
καλοκαίρι
μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι.
Καλοκαίρι
στην αρχή σαν έγχρωμο έργο στην Ταγγέρη
αλλά εν τέλει
με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι
την λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει
καλοκαίρι
στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει
καλοκαίρι
τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει
μια πλημμύρα των καρπών, στάρι και μέλι
στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι
καλοκαίρι
μες τα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει.
English Translation:
Lyrics: Dionysis Savvopoulos
Music: Dionysis Savvopoulos
Summer
the blue waterfront will bring you
summer
high chairs, linen in the basket
through the walk of this world that knows us
summer
next to the mansions, the awnings with awn
summer
with golden fans carrying
vanilla with his tray in hand
the cut of a bust in the flower bed
summer
with an open shirt in the same parts.
Summer
with semi-closed grilles at noon
summer
mirrors and a shivering sea
on the ceiling and the noon gypsum
summer
with the cuckoo in the pine trees and on the vine
summer
mouth fluid, small hares, summer
with the slice the watermelon in the hand
with kissed, summer
summer
a few peels in the kitchen the knife.
Summer
of the bloated harvester of the blind
summer
with heavy motorcycle in the legs
his lenses light up at noon
summer
all tar pitch and summer
summer
with the sniff of the noon air condition
bald in our bags like old men
the one with the white helmet that knows us
summer
a dead end smell, summer.
Summer
at first as a color project in Tangier
but in the end
with the underworld the burn in hand
his craving in the world surrounds
summer
in his loser led and knows it
summer
so mature that falls offers
a flood of fruits, wheat and honey
in his spasm the absolute star
summer
with the reds of its sunrise rising.
